Μία μέρα στην Αθήνα: Ίλια Ιλφ και Γεβγκένι Πετρόφ

Ένα γαλάζιο σοβιετικό καταδρομικό βρισκόταν σε ανοιχτή ράδα, απέναντι από το προάστιο λιμάνι του Φαλήρου. Αριστερά, πίσω από το ακρωτήρι που ήταν πυκνά καλυμμένο με άσπρα και ροζ σπιτάκια, βρισκόταν το λιμάνι του Πειραιά. Δεξιά, σε έναν ψηλό λόφο, φαινόταν η Ακρόπολη της Αθήνας. Ήταν τέλος Οκτωβρίου. Ο ήλιος ακτινοβολούσε δυνατά, φυσούσε ένας άνεμος από την Αφρική, και η αρχαία σκόνη που ξεσήκωνε, δημιουργούσε μια ήπια καταχνιά.

Στις εφτά και τριάντα απέπλευσε το πρώτο πλοιάριο από το καράβι, και ξεκίνησε την τακτική συγκοινωνία με την ακτή.

Η ξύλινη αποβάθρα του θέρετρου, που στηριζόταν σε λεπτούς μεταλλικούς στύλους πλησίασε γρήγορα. Το πλοιάριο έκανε μια στροφή, τραμπάλισε στο δικό του κύμα και έδεσε στη σκάλα. Στην αποβάθρα βρισκόταν λίγος κόσμος, ο σηματωρός μας με τις σημαίες του, κάποιοι ηλιοκαμένοι αστυνομικοί και δυο Έλληνες σκοποί του ναυτικού, που φορούσαν στραβά τα λευκά τους πηλήκια και σκούρα μπλε παντελόνια δεμένα στον αστράγαλο.
Όλα έδειχναν πως η περίοδος των διακοπών είχε ήδη φτάσει στο τέλος της. Φαίνεται, έτσι είναι κανονισμένο σε όλο τον κόσμο, οι περίοδοι των διακοπών, ανεξαρτήτως από το κλίμα, να τελειώνουν τον Σεπτέμβρη. Ήταν μια ξηρή και ζεστή μέρα, ο ουρανός ήταν καθαρός και τα ζεστά κύματα χτυπούσαν αργά στην ακρογιαλιά. Σε ένα έρημο κίτρινο δρομάκι σερνόταν μια παρατημένη εφημερίδα, η εικόνα θύμιζε φθινόπωρο. Στις πόρτες ενός εστιατορίου, με σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος, στεκόταν ένας σερβιτόρος με λευκή ποδιά και κοιτούσε μελαγχολικά τα άδεια μαρμάρινα τραπεζάκια. Στον τοίχο βρίσκονταν σε μία στιβάδα, πτυσσόμενες, σιδερένιες καρέκλες. Σύμφωνα με το ημερολόγιο η σεζόν είχε τελειώσει και κανένας ήλιος δεν μπορούσε να την γυρίσει.

Στην ακτή συνοστιζότανε Φαληριώτες. Δεν τους άφηναν να περάσουν προς την αποβάθρα. Μοναδική εξαίρεση ήταν τρεις τύποι με πολιτικά, που φορούσαν ανοιχτόχρωμα φθαρμένα καπέλα. Παρατηρούσαν προσεκτικά τους αξιωματικούς του κόκκινου στόλου, που αποβιβάζονταν. Αυτοί οι αξιότιμοι κύριοι έστριβαν σιωπηλά τα μουστάκια τους. Με αυτή την κίνηση έλαμπαν θολά στα δάκτυλά τους ασημένια δαχτυλίδια με αφύσικα μεγάλα διαμάντια.
Ένας από τους τρεις τύπους έβγαλε το καπέλο του και υποκλίθηκε εύθυμα μπροστά μας:

- Είστε αξιωματικοί του κόκκινου στόλου; - ρώτησε στα ρώσικα. – Πως σας περιμέναμε! Πλησίασε ακριβώς δίπλα, και γυρνώντας να κοιτάξει συνωμοτικά πίσω στους αστυνομικούς μας ψιθύρισε:

- Το ελληνικό προλεταριάτο βογκάει κάτω από το ζυγό του κεφαλαίου. Ε;

Ταραχτήκαμε και αναστατωμένοι προχωρήσαμε παραπέρα. Το πρόσωπο του νέου μας γνωστού έλαμπε, και μας κοιτούσε με τρυφερότητα καθώς απομακρυνόμασταν. Ενώ εμεις ήδη κατεβαίναμε στον υπόγειο σταθμό για να πάμε στην Αθήνα αυτός στεκόταν ακόμη στην αποβάθρα και μας χαιρετούσε με το καπέλο του.

Τι πιο πολύτιμο υπάρχει για την καρδιά του ταξιδιώτη από τα πρώτα λεπτά και τις πρώτες ώρες, τις οποίες περνάει σε μία χώρα, όπου δεν έχει πάει ποτέ και για την οποία δεν ξέρει τίποτα ακόμα; Δηλαδή, ξέρεις από βιβλία, ότι η Ακρόπολη βρίσκεται σε υψωμένο μέρος, αλλά δεν ξέρεις, ότι αυτό το ύψωμα, είναι ένας απότομος βράχος, που λάμπει κάτω από το φως του ηλίου. Ότι βαθιά από κάτω του απλώνεται η Αθήνα , και ότι τα μάρμαρα του Παρθενώνα είναι κίτρινα, καιροδαρμένα, τραχιά, και όχι άσπρα και λεία, όπως πιστεύαμε πάντα. Ξέρεις πολύ καλά, ότι η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας, και βρίσκεται οχτώ χιλιόμετρα από τον Σαρωνικό κόλπο. Αλλά έχεις πραγματικά σκεφτεί, ότι θα πας από αυτό τον κόλπο σε αυτή την πρωτεύουσα με ένα αναχρονιστικό ηλεκτρικό τρένο; Το οποίο διαθέτει πρώτη και τρίτη θέση, αλλά για κόποιο λόγο όχι και δεύτερη. Ότι δίπλα σου στον πάγκο θα κάτσει μια θεόρατη Ελληνίδα με μαύρο φόρεμα, με γυμνά χέρια, χοντρά σαν πόδια. Ότι από το παράθυρο του βαγονιού θα φαίνεται ένας αυτοκινητόδρομος από άσφαλτο, στον οποίο θα περνάει αρχικά ένα παλιό, προπολεμικό φορτηγό, ξαναβαμένο, με την αγγλική επιγραφή «Στάνταρτ Όιλ». Μετά θα περάσουν γάιδαροι, φορτωμένοι με φρούτα. Ότι δίπλα από το τρένο περνούν γρήγορα πέτρινοι φράκτες, λαχανόκηποι, κυπαρίσσια, κάπου κάπου φοίνικες, μονώροφα σπιτάκια και ότι στο τέλος καθώς θα φτάνει στα προάστια, το τρένο θα κατέβει κάτω από τη γη, για να φτάσει στον τελικό σταθμό κάτω από την πλατεία Ομονοίας;

Είχαμε ανέβει στην πλατεία και κοιτάζαμε γύρω μας. Ένας αστυνομικός με άσπρα γάντια μέχρι τον αγκώνα κατεύθυνε τελετουργικά την όχι πολύ ζωηρή κίνηση. Στα πολυάριθμα περίπτερα πουλούσαν αλατισμένα αμύγδαλα σε διάφανα σακουλάκια, σύκα, μούσμουλα, και ξυραφάκια «ζιλέτ». Ήδη στην Κωνσταντινούπολη μας είχαν πει, ότι στην Αθήνα μια λεπίδα είναι απίστευτα φθηνή και ότι ο ίδιος ο κύριος Ζιλέτ με τα δικά του χαζά χνουδωτά μούσια δεν μπορεί να καταλάβει, πως αυτά τα Αθηναϊκά περίπτερα καταφέρνουν να πουλούν τα ξυράφια του πιο φθηνά, απ’ ότι στοίχιζαν στον ίδιο. Εμείς επίσης είχαμε εκπλαγεί. Εκπλαγήκαμε και αγοράσαμε. Σύντομα όμως το μυστικό του αθηναϊκού εμπορίου και της βιομηχανίας αποκαλύφθηκε. Οι λεπίδες ήταν όντως πραγματικές και πολύ φθηνές, αλλά δυστυχώς ήδη χρησιμοποιημένες τουλάχιστον τριάντα φορές.

Αυτό το μάθαμε πιο μετά, αλλά τώρα κοιτούσαμε αφοσιωμένοι τις πινακίδες των μαγαζιών. Τέτοιες πινακίδες μόνο σε όνειρο μπορείς να τις δεις. Όλο το ελληνικό αλφάβητο αποτελείται από ρώσικα γράμματα, υπάρχει επιπλέον το θήτα, αλλά να καταλάβεις κάτι είναι αδύνατον. Κάτω από τις πινακίδες έβγαιναν τρέχοντας πωλητές και μας προέτρεπαν «περάστε και δείτε με τα μάτια σας». Στη βιτρίνα του μικρού εστιατορίου «Βόλγα», που άνηκε σε εμιγκρέδες, βρισκόταν ένα πιάτο με μπορς και ήταν τοιχοκολλημένος ο κατάλογος: "Μικρορωσικό μπορς, νεορωσικοί κεφτέδες "[1].
Αλλά, παρά το μπορς, το γυμνασιακο θήτα, τις οδεσσίτικες μυρωδιές, τους καβουρδισμένους ξηρούς καρπούς και τα κάστανα, παρ’ όλο που οι λουστραδόροι με τα κασελάκια τους, διακοσμημένα με χαλκό έμοιαζαν να έρχονται από το Μπατούμι και την Τιφλίδα – αυτή ήταν μια εντελώς ξένη, ζεστή, μαρμάρινη πόλη, περικυκλωμένη από γυμνούς ρόδινους λόφους.


- Πως σας φαίνεται η Αθήνα;- ακούστηκε μια φωνή.

Από το αντίθετο πεζοδρόμιο πλησίασε προς την κατεύθυνσή μας αυτός ο ίδιος άνθρωπος με το φθαρμένο καπέλο, ο οποίος μας είχε μιλήσει στο λιμάνι. Μας έσφιξε θερμά τα χέρια και είπε βιαστικά:

- Μη νομίζετε, ότι θέλω να κερδίσω κάτι από σας. Αγαπάω πολύ τους Ρώσους. Εγώ ο ίδιος ζούσα κάποτε στον Καύκασο. Με λένε Κωνσταντίνο Παυλίδη. Είναι όντως η Αθήνα μια ψωραλέα πόλη;

Δεν προλάβαμε να απαντήσουμε.

- Εδώ υπάρχει τέτοια η τρομερή κρίση, - συνέχισε εύθυμα, - παντού αυτή η καπιταλιστική καταπίεση. Μήπως χρειάζεστε να αγοράσετε κάτι; Μπορώ να σας οδηγήσω. Εδώ ένας καπιταλιστής χρεοκόπησε, ξέρετε, μεγαλοβιομήχανος, και δήλωσε εκποίηση. Και αν δεν θέλετε να αγοράσετε τίποτα, τότε ας πάμε απλά να διασκεδάσουμε λίγο με την καταστροφή του.

Έσπρωξε τους πωλητές, οι οποίοι είχαν μαζευτεί γύρω μας, και κουνούσαν ξύλα απ’ όπου κρέμονταν μακριές άκοπες σειρές από λαχεία, και μας έσυρε σε κάποιο μαγαζί.

Καμαρώσαμε για λίγο τον ηλικιωμένο Έλληνα, που στεκόταν πίσω από τον πάγκο, τις λεπτές στοίβες από φανέλες, κάποια είδη ραπτικής και βγήκαμε σαστισμένοι στο δρόμο.
- Λοιπόν; ρώτησε γελώντας ο Παυλίδης. – Είδατε την μπουρζουαζία; Σύντομα θα τους πνίξουμε όλους. Θέλετε, να σας συστήσω στους δικούς μας; Ε; Ίσως χρειάζεται να παραδώσετε κάποιες προκηρύξεις, λογοτεχνία; Ε;

Υποπτευόμασταν φυσικά, ότι στην Αθήνα δεν υπάρχει και καμία μυστική υπηρεσία της προκοπής, τουλάχιστον όχι κάποιο «Ιντέλλιτζενς Σέρβις», όμως τέτοια αφέλεια και νοτιοευρωπαϊκή ανεμελιά δεν περιμέναμε.
Ανεβήκαμε βιαστικά σε ένα λεωφορείο, χωρίς να αποχαιρετήσουμε τον Παυλίδη. Δεν προσβλήθηκε καθόλου και για άλλη μια φορά μας χαιρέτησε με το καπέλο καθώς απομακρυνόμασταν.
Μας έτυχε ένα περίεργο λεωφορείο. Σχεδόν όλοι οι επιβάτες και ο εισπράκτοράς του φορούσαν πένθος. Απορημένοι από το γεγονός αυτό, αρχίσαμε να κοιτάμε εξερευνητικά. Αποδείχτηκε ότι και στους δρόμους οι περαστικοί, ως επί το πλείστον, φορούσαν περιβραχιόνια πένθους από λεπτό ύφασμα. Τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό;

Το λεωφορείο σταμάτησε απέναντι από ένα καφενείο. Στο πεζοδρόμιο γύρω από τα μαρμάρινα τραπεζάκια καθόταν κόσμος. Κάποιοι έπαιζαν τάβλι, άλλοι έπαιζαν χαρτιά, ρίχνοντάς τα σε ένα ειδικό τσόχινο υπόστρωμα, μερικοί έπιναν καφέ από μικρά φλιτζάνια, και άλλοι- σκέτο νερό. Μπροστά από έναν χοντρό, ο οποίος φαινόταν απελπισμένος πότης και άνθρωπος που χαραμίζει την ζωή του, στεκόταν ένα ψηλό ποτηράκι με μπίρα και σε ένα πιατάκι βρισκόταν ένα ορεκτικό – μια μεγάλη λαμπερή ελιά με καρφωμένη πάνω της μια οδοντογλυφίδα {1}. Η πλειοψηφία αυτών των πολυάσχολων ανθρώπων επίσης φορούσε πένθος.

Αυτό το αινιγματικό γεγονός μας βασάνιζε για πολύ καιρό. Και μόνο προς το βράδυ μάθαμε, ότι στην Ελλάδα συνηθίζεται να φοράνε πένθος για τους νεκρούς τρία ολόκληρα χρόνια. Και επειδή το φοράνε ακόμα και στην περίπτωση θανάτου μακρινών συγγενών, βρίσκεται σχεδόν πάντα. μια καλή αιτία για να βάλουν στο μανίκι πένθος. Και όταν ένας Αθηναίος φοράει πένθος, τότε αυτό δεν σημαίνει καθόλου, ότι περνάει βαριά θλίψη, ότι είναι απαρηγόρητος. Απλά ότι δυόμισι χρόνια πριν στην Χίο πέθανε η πρώτη ξαδέλφη της γιαγιάς της δεύτερης γυναίκας του αδελφού του, το όνομα και το επώνυμο της οποίας είχε ήδη καταφέρει να ξεχάσει, είτε Μερόπη Σιώνη, είτε Καλλιόπη Σινάκη. Τίποτα παραπέρα, μόνο αυτό.

Όταν είχαμε περάσει όλη την Σταδίου και είχαμε απομακρυνθεί αρκετά από τον Παυλίδη, βγήκαμε σε μια μεγάλη πλατεία, γεμάτη με τραπεζάκια. Συνήθως στις πλατείες των πόλεων βρίσκονται μνημεία, λειτουργούν σιντριβάνια, ή βρίσκονται χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων. Αλλά στην Αθήνα πολλές πλατείες έχουν παραδοθεί στα καφενεία. Τα τραπεζάκια στην πόλη είναι τόσα πολλά, που ακόμη και αν όλος ο εμπορευόμενος πληθυσμός της Αθήνας, άφηνε τις εύκολες δουλειές του όπως την πώληση λαχείων και παλιών λεπίδων και κάθονταν στα καφενεία, ακόμη και τότε θα έμεναν πολλές άδειες θέσεις.

Μπροστά από το προεδρικό μέγαρο, στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, μέσα σε μεγάλα, ραβδωτά φυλάκια φυλούσαν σκοπιά δυο εύζωνες με μεγαλοπρεπείς γκοφρέ φούστες, άσπρο καλσόν, όπως φορούν στην όπερα, και τσαρούχια με τεράστιες, χνουδωτές φούντες. Στο τοίχος πίσω από το μνήμα, ήταν χαραγμένες οι ονομασίες των τόπων, όπου Έλληνες στρατιώτες είχαν κερδίσει μάχες. Η λίστα ξεκινούσε με τις Θερμοπύλες και τελείωνε με την Οδησσό και την Χερσώνα.

Σχετικά με τις Θερμοπύλες δεν θα θέλαμε να μπλεχτούμε σε μια μακρόσυρτη και βαρετή λογομαχία με τους τοπικούς ιστοριογράφους. Όσον αφορά όμως την Οδησσό και την Χερσώνα, το δεκαεννιά τυχαία βρεθήκαμε σεμνοί μάρτυρες των νικηφόρων επιχειρήσεων των Ελλήνων επιδρομέων. Δεν είμαστε ειδικοί στα στρατιωτικά, αλλά, στα άπειρά μας μάτια, ποτέ πριν ένας τακτικός στρατός δεν υποχώρησε με τόση ταχύτητα, θόρυβο και βιασύνη. Οι επιδρομείς έτρεχαν από την πόλη προς το λιμάνι με πυρετώδη ταχύτητα, πουλώντας στην διαδρομή στον ιθαγενή πληθυσμό της Οδησσού αγγλικά ποδοφάσκια, γαλλικά τουφέκια και μουλάρια για μεταφορές. Προσέφεραν ακόμη και κανόνια, όμως οι αδιάφοροι Οδεσσίτες αρνούνταν ευγενικά.

Αλλά εδώ δεν υπήρχε κανένας να συζητήσουμε λίγο αυτό το ενδιαφέρον ιστορικό θέμα. Ο ήλιος έκαιγε, και οι ξανθοί εύζωνες στέκονταν ακόμα ακίνητοι στην σκιά των φυλακίων τους.

Εκείνη την στιγμή νιώσαμε καθαρά την παρουσία ενός ξένου σώματος στον αιθέρα. Και όντως! Προς την κατεύθυνσή μας έτρεχε ο Παυλίδης ανεμίζοντας το καπέλο του.

- Θαυμάζετε τους μισθοφόρους του κεφαλαίου; - μας ρώτησε λαχανιασμένος.

Ο διάβολος ξέρει, πόσο μονότονος άνθρωπος ήταν αυτός ο Παυλίδης! Στο κάτω κάτω η μητροπολιτική αστυνομία θα μπορούσε να μας είχε κολλήσει έναν πιο ικανό πράκτορα. Αυτός εκφραζόταν, σαν θετικός ήρωας από ένα κακό θεατρικό έργο της Ρωσικής Ένωσης Προλεταρίων Συγγραφέων. Όλη την ώρα καυτηρίαζε το κεφάλαιο και εξέθετε την αστική τάξη με ξύλινες εκφράσεις. Να του ξεφύγουμε ήταν αδύνατον. Μας προλάβαινε παντού.
Όταν κοιτούσαμε το προεδρικό μέγαρο, αυτός έστεκε πίσω μας και μας ψιθύριζε, ξεφυσώντας στους λαιμούς μας:

- Ωραίο θα ήταν να το ανατινάξουμε. Ε; Τουλάχιστον μια ωραία βομβίτσα; Ε; Αλλιώς πάμε εδώ στην γωνία, εκεί πουλάνε κάλτσες και γραβάτες. Τζάμπα! Αγγλικά προϊόντα! Ε; Εκεί ακριβώς θα δείτε, τι κρίση σπαράζει την καπιταλιστική κοινωνία.
Προφανώς, ο Παυλίδης δούλευε παράλληλα και ως μεσάζων κάποιου παντοπωλείου. Και τους δυο του ρόλους τους εκτελούσε ταυτόχρονα με απίστευτο ζήλο. Στο τέλος τον αποπέμψαμε.
Παντού στην πόλη έβλεπε κανείς σοβιετικούς ναύτες. Περπατούσαν ανά δύο ή σε ομάδες, μέχρι και είκοσι φορές την ημέρα συναντούσαν ο ένας τον άλλον για να σκορπιστούν και πάλι. Ανέβαιναν στην Ακρόπολη, σιγά σιγά περπατούσαν τρικλίζοντας στους δρόμους της αγοράς, συγκεντρώνονταν στην είσοδο της Εθνικής Πινακοθήκης και μπαινοβγαίνανε στα μαγαζιά. Και οπουδήποτε και αν πήγαιναν , γύρω τους σιγά σιγά μαζεύονταν πλήθη εργατών. Κατά το μεσημέρι σχηματίστηκαν από μόνες τις κάποιες διαδηλώσεις. Άρχισαν να τραγουδάνε την «Διεθνή», και στην Ακρόπολη, όπου πήγε μια μεγάλη εκδρομή κόκκινων ναυτών, Αθηναίοι εργάτες, άνθρωποι από το νότο και θερμόαιμοι, έδερναν τους τροτσκιστές, που προσπαθούσαν να περάσουν τα συνθήματά τους. Οι ναύτες με διπλωματία αλά Λιτβίνοβ[2] θαύμαζαν τον Παρθενώνα και τα Προπύλαια και προχώρησαν παραπέρα.

‘Εφτανε να σταματήσουν κάπου οι ναύτες για λίγα λεπτά, για να σχηματιστεί δίπλα τους κάτι σαν συγκέντρωση. Οι ναύτες, χαμογελώντας φευγαλέα, αμέσως απομακρύνονταν, αλλά το πλήθος δεν διασκορπιζόταν, άρχιζαν καυγάδες, έπεφτε ξύλο, εμφανίζόταν η αστυνομία.
Τις ημέρες της παραμονής του στολίσκου των σοβιετικών πλοίων κάθε γαλάζιο πουκάμισο του κόκκινου στόλου μετατρεπόταν στα μάτια των Ελλήνων εργατών σε κόκκινη σημαία.
Βλέποντας μια από αυτές τις πορείες εργατών, ο Παυλίδης, που δεν μας είχε αφήσει βήμα, βιάστηκε να πει μια ωραία μεστή φράση:
- Ιδού περνάνε τα ταξικά μου αδέλφια.
Και αμέσως έφυγε τρέχοντας από κάποια πύλη. Προφανώς, η συνάντηση με τα ταξικά του αδέλφια δεν ήταν μέσα στα σχέδιά του. Χρησιμοποιώντας την ευκαιρία να μείνουμε λίγο χωρίς τον φίλο μας Παυλίδη, γρήγορα στρίψαμε στην λοξή και βρώμικη Θεμιστοκλέους, περάσαμε τρέχοντας μπροστά από το καφενείο «Ποσειδώνας», το σινεμά « Πάνθεον», τα επιπλωμένα δωμάτια «Παρθενώνας» και το κλειδαράδικο «Μαραθώνιος» και κρυφτήκαμε σε ένα μικρό εστιατόριο. Δεν είχαμε προλάβει να κάτσουμε στο τραπεζάκι που βρισκόταν δίπλα στο παράθυρο, όταν πέρασε ο Παυλίδης από το εστιατόριο, κρατώντας το καπέλο του στο χέρι.

Tο άδειo εστιατόριο ήταν ήσυχο και δροσερό. Από τον δρόμο μπήκε ένας γέρος με γκρίζα μαλλιά και μαύρα φρύδια. Από την κορυφή ως τα νύχια ήταν καλυμμένος με μεγάλα και μικρά μαλακά σφουγγάρια. Από σεβασμό προς την ηλικία του έπρεπε να αγοράσουμε σφουγγάρια. Στην βιασύνη μας διαλέξαμε το πιο μεγάλο. Δεν είχαμε που να το βάλουμε. Και έτσι πήγαμε με αυτό μετά στην Ακρόπολη, σαν να πηγαίνουμε σε λουτρό.
Πλησίασε ο σερβιτόρος και πήρε την παραγγελία μας, την οποία εξηγούσαμε με την βοήθεια ενός εφιαλτικού μείγματος αγγλικών, γαλλικών και ιταλικών.

- Ίγκλις; - ρώτησε ο σερβιτόρος, – Φρεντς; Ιτάλιεν;

- Ρους, - απαντήσαμε.
-
Ρους; ξαναρώτησε ο σερβιτόρος.
-
Ρους. Σοβιέτ.
Ο σερβιτόρος κοκκίνισε απότομα.
-
Ζήτω, ζήτω, ζήτω, - είπε ξαφνικά χαμηλόφωνα, αλλά με μεγάλη έκφραση. - Ζήτω, ζήτω, ζήτω, – επανέλαβε γρήγορα με την ίδια έμφαση.

Και μας κοίταξε με ένα τόσο λατρευτικό βλέμμα, που ντραπήκαμε.

Ταραγμένος έκανε κύκλους γύρω μας, σέρβιρε κάποιο φθηνό κρασί, έφερνε προς το τραπέζι μας τους σερβιτόρους από τα διπλανά καφενεία και τους διηγήθηκε κάτι. Στέκονταν λίγο πιο εκεί. Μετά ένας από αυτούς πλησίασε και σιωπηλά ζωγράφισε στο μαρμάρινο τραπεζάκι ένα σφυροδρέπανο. Και όταν πια πληρώναμε, ο σερβιτόρος μας έβαλε προσεκτικά ένα σημειωματάκι στα αγγλικά: «Σύντροφοι, εμείς αγωνιζόμαστε εδώ για την Σοβιετική Ένωση». Για να λέμε την αλήθεια, είχαμε ταραχτεί πραγματικά και, έχοντας βγει από το μικρό εστιατόριο, τριγυρνούσαμε σιωπηλά για πολύ ώρα στους δρόμους. Το σημείωμα το φυλάμε, σαν την πιο ζεστή ανάμνηση από την Ελλάδα.

Παρ’ όλ’ αυτά ο Παυλίδης μας χάλασε τις τελευταίες μας ώρες στην Αθήνα.
Περιπλανιόμασταν στην Ακρόπολη ανάμεσα στα καλοβαλμένα ερείπια. Ένας πλανόδιος φωτογράφος, ολόιδιος ο συνάδελφός του στην λεωφόρο Τβέρσκι, μόνο λιγάκι πιο μελαμψός, εστίασε την ξύλινη φωτογραφική του μηχανή σε μια μεσοκοπή Αγγλίδα κορασίδα. Από τα σύνεργα της Μόσχας, του έλειπε μόνο ένα λινό φόντο με σχεδιασμένα πρόχειρα πάνω του κιγκλιδώματα, κιόσκια και ζέπελιν. Αλλά εδώ αυτό δεν χρειαζόταν. Οι καρυατίδες του Ερεχθείου αντικαθιστούσαν την διακόσμηση.
Πολλές φορές επισκεφτήκαμε την μικρή πλατειούλα της Ακρόπολης και, αφού περπατούσαμε πάνω στις ραγισμένες πλάκες του Παρθενώνα, κάτσαμε στα ζεσταμένα από τον ήλιο γιγάντια σκαλοπάτια του. Μας κατέλαβε ένα παράξενο και λίγο μελαγχολικό συναίσθημα.

«Τελικά, - σκέφτηκε ο καθένας από μας, - εδώ, σαυτό το μικρό κομματάκι γης, πάρα πολλά έχουν αρχίσει. Και η φιλοσοφία, και η αρχιτεκτονική, και η λογοτεχνία, και το θέατρο. Μπορεί, από αυτό το ίδιο το μέρος, στο οποίο καθόμαστε, και την ίδια ακριβώς ώρα μπορεί ο Σωκράτης να κοιτούσε στοχαστικά τον κόλπο, ή μπορεί ο Ηράκλητος να κοιτούσε την θάλασσα, αρχίζοντας να φιλοσοφεί, ότι τα πάντα ρεί...»
Γενικά, το μυαλό μας ξεχείλιζε από θριαμβευτικές και ευχάριστες, αλλά δυστυχώς, κοινότυπες σκέψεις.
Και όταν τελικά είχαμε συγκινηθεί και ετοιμαζόμασταν να μοιραστούμε ο ένας με τον άλλον τις σκέψεις μας, ότι ήδη εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια ο ήλιος φωτίζει τα μάρμαρα του Παρθενώνα, από πίσω από μια κολόνα ακούστηκε μια γνωστή φωνή:

- Εδώ σάπιζε η αρχαία ελληνική μπουρζουαζία. Εδώ παπάδες και ιερείς δηλητηρίαζαν την συνείδηση…

Με λύπη γυρίσαμε το κεφάλι μας. Πίσω από μια κολόνα βγήκε ο Παυλίδης. Στο ιδρωμένο του πρόσωπο είχε παγώσει ένα καλοσυνάτο αστυνομικό χαμόγελο.
- Μια στιγμή, - είπε. – υπάρχουν ωραίες πλεκτές ζακέτες, δώρο για γυναίκες και κόρες...

Ορμήξαμε προς την έξοδο, κάνοντας μεγάλα βήματα στην σκάλα των Προπυλαίων. Πίσω μας, σηκώνοντας μαρμάρινη σκόνη, μας κυνηγούσε ο Παυλίδης.

Το πρωί το καταδρομικό σήκωσε την άγκυρα του. Ήχησαν οι πυροβολισμοί των αποχαιρετιστήριων ομοβροντιών. Το καταδρομικό πλέοντας αρμονικά βγήκε στα ανοιχτά, και μετά από μια ώρα η Αθήνα, η επαρχιακή Αθήνα, όπου υπάρχουν τόσο μεγάλη φτώχεια, ήλιος, αρχαία μεγαλειότητα και επαναστατικά πάθη, είχε εξαφανιστεί από τα μάτια μας.

1936

1 Πρώτα τρώνε την ελιά, και μετά, στην διάρκεια των επόμενων τεσσάρων-πέντε ωρών της διαμονής τους στο καφενείο, σκαλίζουν απορροφημένοι με μια οδοντογλυφίδα τα δόντια τους - έτσι σιγά σιγά ο χρόνος περνάει (ΣτΣ).

Μετάφραση

ΛΕΝΑ ΓΚΑΛΜΠΕΝΗ



[1] ΣτΜ: «Μικρά Ρωσία» είναι η ιστορική ονομασία για την γεωγραφική περιοχή της σημερινής Ουκρανίας.

Η «Νέα Ρωσία» είναι ιστορική περιοχή που βρίσκαται στη νότια Ουκρανία και νότια Ρωσία.

[2] ΣτΜ: Μαξίμ Μαξίμοβιτς Λιτβίνοβ (1876-1951), Ρώσος επαναστάτης και σοβιετικός διπλωμάτης. Την πολιτική του ξεχώρισε η προσπάθεια προσέγγισης των δυτικών δυνάμεων που συνέβαλε σημαντικά στο να βγεί η Σοβιετική Ένωση από την μεταεαπναστατική της απομόνωση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: